- Σόου
- Σόοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σόου — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) 1. θεατρική ή μουσική παράσταση 2. θέαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. show < ρ. show «δείχνω»] … Dictionary of Greek
σόου — σόος masc/neut gen sg σῶς safe and sound masc/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόου-μπίζνες — οι, Ν άκλ. (ξεν. λ.) επιχειρήσεις θεάματος, ιδίως ο κόσμος τών θεατρικών επιχειρήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. show business] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
Ντομίνικα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής, μεταξύ της θάλασσας της Καραϊβικής και του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού.Tο νησί Nτομίνικα είναι το μεγαλύτερο και βορειότερο της ομάδας των προσήνεμων νησιών, και βρίσκεται μεταξύ της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης … Dictionary of Greek
Trypes — Pays d’origine Grece !Grèce Thessalonique Genre musical Rock Années d activité De … Wikipédia en Français
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γκούντμαν, Μπένι — (Benjamin «Benny» Goodman, Σικάγο 1909 – 1986). Αμερικανός κλαρινετίστας και διευθυντής ορχήστρας. Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιστορίας της τζαζ, ο Γ. ήταν ο πρώτος που εισήγαγε το 1938 την τζαζ στο Κάρνεγκι Χολ, ξεπερνώντας ένα … Dictionary of Greek